ἐτάκην

ἐτάκην
τήκω
melt
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
τήκω
melt
aor ind pass 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”